procurer$64179$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

procurer$64179$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Procurer; Procuring (disambiguation)

procurer      
n. προμηθευτής, μαστροπός, σωματέμπορας

Ορισμός

Procurer
·noun One who procures the gratification of lust for another; a pimp; a pander.
II. Procurer ·noun One who procures, or obtains; one who, or that which, brings on, or causes to be done, ·esp. by corrupt means.

Βικιπαίδεια

Procuring

Procuring may refer to:

  • Procurement, a business process to acquire goods or services
  • Procuring (prostitution), the act of aiding a prostitute in the arrangement of a sex act with a customer